φορτσέρι

φορτσέρι
το, Ν
(ιδιωμ. τ.) σεντούκι, μπαούλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forziere «σεντούκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φορτσέρι — το (λ. ιταλ.), μεγάλο ξύλινο κιβώτιο για την τοποθέτηση σ αυτό ρούχων, το μπαούλο, η κασέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κασέλα — η (λ. βενετ.), κιβώτιο επίμηκες και βαθύ για φύλαξη ρούχων, μπαούλο, φορτσέρι: Έχει μια κασέλα πουκάμισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”